- σίλλυβον
- τὸ, Αβλ. σίλυβο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίλλυβον — milk thistle neut nom/voc/acc sg σίλλυβος parchment label masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλύβῳ — σίλλυβον milk thistle neut dat sg σίλλυβος parchment label masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά … Dictionary of Greek
σίλλυβος — ὁ, Α κομμάτι περγαμηνής με το όνομα τού συγγραφέα ή με τον τίτλο βιβλίου, το οποίο ήταν προσαρτημένο στο βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλυβον με αλλαγή γένους (βλ. λ. σίλυβο)] … Dictionary of Greek
σίλλυβα — parchment label neut nom/voc/acc pl σίλλυβον milk thistle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)